«Νενικήκαμεν -ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού. Γεια σας, συναθλητές μου». Μ’ αυτά τα λόγια στα χείλη και την ερυθρόλευκη φανέλα του Ολυμπιακού, ο Νίκος Γόδας εκτελέστηκε στις 19 Νοεμβρίου του 1948 στο κολαστήριο του Λαζαρέτου της Κέρκυρας, από το απάνθρωπο μετεμφυλιακό ελληνικό (;) κράτος. Ο ξεριζωμένος Μικρασιάτης, ο εξαιρετικός ποδοσφαιριστής, ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς, επέλεξε να πεθάνει φορώντας τη φανέλα του ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ....Ζωή σαν κινηματογραφική ταινία...
Ο Νίκος Γόδας γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί και η Μικρασιατική Καταστροφή τον έστειλε μαζί με την οικογένειά του πρώτα στη Μυτιλήνη, μετά στην Κρήτη και τελικά στην Κοκκινιά, όπου και ρίζωσαν. Ο Νίκος, όπως και όλοι του οι συνομήλικοι, αναζητούσε μέσα από το παιχνίδι του με την μπάλα μικρές χαρές που θα τον έκαναν έστω και για λίγο να ξεχάσει τη δύσκολη καθημερινότητα που αντιμετώπιζε. Αν και μικρός, το ταλέντο του φάνηκε αμέσως και ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο με μια τοπική ομάδα της Κοκκινιάς. Μερικά χρόνια πριν τον πόλεμο, στο ισόγειο του πατρικού του ανοίγει μια ταβέρνα, «Τα Αραπάκια». Η επιτυχία του (και) στην επιχείρηση του είναι τόσο μεγάλη, που όλοι οι αστέρες της εποχής περνάνε από «Τα Αραπάκια» για να πουν μερικά τραγούδια.
Εν μέσω του πολέμου, ο Γόδας παίρνει μεταγραφή για τον Ολυμπιακό, που ήταν η μεγάλη του αγάπη, ταυτόχρονα όμως περνάει και στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του 5ου Επίλεκτου Λόχου του ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά, και δίνει το παρών σε όλους τους αγώνες για τη λευτεριά και την κοινωνική αλλαγή.
Το 1942 είναι πλέον βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού και σκοράρει στην νίκη με 4-0 κατά του Εθνικού, ενώ το ίδιο κάνει και κατά του Απόλλωνα. Τον Μάιο του 1943 ξεκινά βασικός στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού, στον τελικό του τουρνουά που διοργανώνει ο Δήμος Πειραιά με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους είναι πρωταγωνιστής στο τελικό του Κυπέλλου Χριστουγέννων, όταν ο Ολυμπιακός κερδίζει τον Παναθηναϊκό με 5-2.
Λοχαγός στον ΕΛΑΣ
Την ίδια εποχή ο Γόδας είναι πλέον λοχαγός του 5ου Επίλεκτου Λόχου του ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά και λαμβάνει μέρος στις μεγαλύτερες μάχες που γίνονται στον Πειραιά. Πρώτα στη μάχη της Ηλεκτρικής (ΔΕΗ Κερατσινίου σήμερα) και μετά στη μάχη της 7ης Μαρτίου (στη σημερινή οδό Κονδύλη), ο Γόδας δείχνει θάρρος λιονταριού. Τον Δεκέμβρη του 1944 ο εχθρός έχει αλλάξει και ο Γόδας πλέον πολεμά τους Άγγλους στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά. Όπως διηγήθηκε χρόνια μετά ο Σταμάτης Σκούρτης, σύντροφος του Γόδα και ανθυπολοχαγός του: «Οι μάχες γίνονταν σώμα με σώμα. Το νεκροταφείο δεν μπορούσαν να το πάρουν με τίποτα. Εκεί, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ο Γόδας του είπε πως είμαστε προνομιούχοι, αφού αν σκοτωνόμασταν, θα ταφόμασταν σε κανονικό μνήμα».
Στις αρχές του 1945 και αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Γόδας μαζί με τον λόχο του περιπλανήθηκε στη Βοιωτία και τη Λαμία, μέχρι που αρρώστησε από πνευμονία και γύρισε στην Αθήνα. Εκεί η κατάληξη ήταν αναμενόμενη. Τον καρφώνουν. Η «περιήγησή» του στην εξορία μόλις έχει αρχίσει. Φυλακές Αβέρωφ, Αίγινα, Κέρκυρα. Ο Γόδας μένει στη φυλακή τρία χρόνια, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να σωθεί. Ο Σταμάτης Σκούρτης κι ο Σπύρος Ανδρεάδης, και οι δύο μελλοθάνατοι που σώθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ΟΗΕ το 1949, είναι κατηγορηματικοί στο ότι η διοίκηση του Ολυμπιακού δεν ενδιαφέρθηκε να σώσει τον Γόδα (κατά τον Σκούρτη, η ΑΕΚ έσωσε δικούς της αθλητές, ο Ολυμπιακός όχι), κάτι που γράφει στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει» (εκδόσεις Κιβωτός).
Όταν μπήκε ο χειμώνας του ’48 στην Κέρκυρα, ο Γόδας είχε καταλάβει ότι το τέλος ήταν κοντά. Στις 19 Νοεμβρίου και ημέρα Κυριακή (κατά τ’ άλλα το έπαιζαν και χριστιανοί οι κρατούντες...) οι φύλακες τον ειδοποίησαν ότι τον ζητούν στη διεύθυνση. Ο Γόδας ζητά την ερυθρόλευκη φανέλα και το άσπρο σορτσάκι και παίρνει τον δρόμο για την εκτέλεση, στο νησάκι Λαζαρέτο, μπροστά στο λιμάνι της Κέρκυρας… Οι άλλοι κρατούμενοι, μελλοθάνατοι, ισοβίτες ή με βαριές ποινές, στριμώχτηκαν στα σίδερα του κελιού τους κι άρχισαν να φωνάζουν, όπως έκαναν σε κάθε εκτέλεση: «Λαέ της Κέρκυρας, πάλι απόψε παίρνουν αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης για εκτέλεση». Η φυλακή μπορεί ν’ αντηχούσε απ’ τις φωνές, οι φωνές μπορεί να ακούγονταν μέχρι τα σπίτια απέναντι, αλλά σε λίγη ώρα ο Μικρασιάτης Νίκος Γόδας, τριάντα χρονών, βασικός ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού στα χρόνια της Κατοχής, στεκόταν μπροστά στο απόσπασμα φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα.
«Πεθαίνω για την πατρίδα...»
Στο «Ώσπου να ξημερώσει» η περιγραφή είναι τρομακτική: «…Ο ήλιος σκάει πίσω απ’ τα βουνά και δε ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν απ’ το αίμα, ή ο ήλιος; Η οικογένεια του Νίκου Γόδα μου μετέφερε τα λόγια του σε κάποιο απ’ τα γράμματά του σε ανύποπτο χρόνο, αφού η εκτέλεση ανακοινωνόταν πάντα στον μελλοθάνατο το τελευταίο βράδυ: Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου. Αν κάνετε γιο, να του δώσετε τ’ όνομά μου. Κι ο αδελφός του Δημήτρης ονόμασε την κόρη του Νίκη».